Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2007

Η απόσυρση του βιβλίου Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού


Μετά το βιβλίο, τι;


«Η Ιστορία δεν ξαναγράφεται»
(Ν. Μπακογιάννη προς Μ. Νίμιτς, 8.10.07)

Ενα σχεδόν μήνα μετά την απόσυρση του βιβλίου Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού, και καθώς ο θόρυβος που ξεσήκωσε η υπόθεση αυτή μοιάζει να έχει επιτέλους καταλαγιάσει, είμαστε πλέον σε θέση να επιχειρήσουμε μια πρώτη αποτίμηση της πρωτοφανούς διαμάχης που ξέσπασε από τη στιγμή που κάποιοι ανακάλυψαν την ύπαρξη του «εθνοπροδοτικού» εγχειριδίου.

Ας ξεκινήσουμε από το τέλος: η απόσυρση του βιβλίου, πρώτη μετεκλογική κίνηση της νέας κυβέρνησης Καραμανλή, συνιστά μια πολιτική απόφαση που, περιγελώντας κατάμουτρα τους θεσμούς, νομιμοποιεί έναν ιδιότυπο δημόσιο έλεγχο των εκπαιδευτικών ζητημάτων. Στο εξής, και η παραμικρή απόπειρα δοκιμής μιας νέας διδακτικής πρότασης οφείλει να συμμορφώνεται με έναν άτυπο πλην πανίσχυρο κανόνα («μεζούρα της εθνικοφροσύνης» τον ονομάσαμε από τη στήλη αυτή) που υπαγορεύεται από τους «εθνικώς ανησυχούντες» ενός ευρύτατου πολιτικού φάσματος και υιοθετείται από τα μέσα ενημέρωσης, κυρίως τα τηλεοπτικά, ως αυτονόητη άμυνα απέναντι σε όσους επιβουλεύονται τα ιερά και τα όσια του ελληνικού έθνους.

Η εξέλιξη δεν είναι απλώς δυσάρεστη, είναι σαφώς εξωφρενική: από εδώ και πέρα, οι συγγραφείς των σχολικών εγχειριδίων οφείλουν να ακολουθούν κατά γράμμα τις παραινέσεις των δελτίων των οκτώ που, με την απόσυρση του βιβλίου, αποδείχθηκαν εντέλει ισχυρότερα από το εγκεκριμένο αναλυτικό πρόγραμμα του υπουργείου. Από την άποψη αυτή, οι πανηγυρισμοί του ΛΑΟΣ, οι θέσεις του οποίου ηγεμόνευσαν στη διαμάχη, είναι απολύτως δικαιολογημένοι. Ακατανόητος (και αδιανόητος) παραμένει ο ενθουσιασμός όσων έκριναν το βιβλίο «από τα αριστερά»: ζοφερό το μέλλον (και) της Αριστεράς, αν η απόκρουση των υποτιθέμενων ανθελληνικών σχεδίων που απεργάζονται τα ποικιλώνυμα κέντρα της παγκοσμιοποίησης περνά μέσα από τη σύμπλευση με τις πιο αρχαϊκές (εξού και εξαιρετικά φοβικές) δοξασίες για τους όρους επιβίωσης του σύγχρονου ελληνισμού.

Το βιβλίο ως πρόσχημα

Είναι προφανές ότι ένα σχολικό βιβλίο μπορεί κάλλιστα να προκαλέσει μια δημόσια συζήτηση. Η συζήτηση αυτή θα αφορούσε τη διαδικασία παραγωγής του, τις ενδεχόμενες καινοτομίες που εισάγει, επομένως τη διδακτική και παιδαγωγική πρόταση που εκπροσωπεί, αλλά και τη συσχέτισή του με τα υπόλοιπα σχολικά εγχειρίδια, παλιά και νέα, καθώς και με αντίστοιχους πειραματισμούς που δοκιμάζονται ήδη αλλού. Το βιβλίο της Στ΄ Δημοτικού ήταν πράγματι ένα βιβλίο που προσφερόταν για μια τέτοια συζήτηση. Ούτως ή άλλως, η πρόθεσή του να εισηγηθεί ένα νέο αφηγηματικό ύφος, να αντιμετωπίσει με διαφορετικό πνεύμα τις σχέσεις με τους γείτονες ή να εντάξει τις γυναίκες στον κορμό της ιστορικής αφήγησης απηχεί σύγχρονες αντιλήψεις για τη διδασκαλία της ιστορίας οι οποίες μόνον από αδαείς μπορούν να χλευαστούν ως αναμάσημα των δογμάτων της πολιτικής ορθότητας ή/και να κατηγορηθούν ως κατά μέτωπον επίθεση στα εθνικά δίκαια. (Μπορεί να μην το έχουν υπόψη τους οι επικριτές του βιβλίου, αλλά οι προσπάθειες για μια σχολική ιστορία που να μην οξύνει τα μίση και τα πάθη μεταξύ γειτονικών λαών χρονολογούνται στις βαλκανικές χώρες από τα χρόνια του Μεσοπολέμου.)

Είναι βέβαιο ότι ελάχιστοι θα ενδιαφέρονταν για μια συζήτηση που θα αυτοπεριοριζόταν στα πραγματικά ζητήματα που θέτει κάθε σχολικό βιβλίο όταν επιχειρεί να διατυπώσει μια εναλλακτική διδακτική πρόταση. Και πάντως όχι τα δελτία των οκτώ. Ετσι, το βιβλίο λειτούργησε ως πρόσχημα για τη διατύπωση γενικών ιδεολογικοπολιτικών θέσεων, αλλά και για την εξυπηρέτηση άμεσων πολιτικών στοχεύσεων τόσο από την πλευρά των πολεμίων του όσο και από εκείνη αρκετών από τους υποστηρικτές του. Και έπρεπε το βιβλίο να καταγγελθεί ως νεοταξίτικο προϊόν, απτό δείγμα μιας υπόγειας διαδικασίας αφελληνισμού, για να ζωστεί τα φυσεκλίκια μια πλούσια γκάμα θεματοφυλάκων των εθνικών δικαίων και να ζητήσει την άνευ όρων απόσυρσή του.

Μήπως, όμως, έστω κι έτσι, θέματα που σχετίζονται με τη διδασκαλία της ιστορίας, επομένως και με την ιστορία και την ιστοριογραφία, αποτέλεσαν εντέλει αντικείμενο μιας δημόσιας συζήτησης, έγιναν κατά κάποιον τρόπο πρόβλημα της κοινωνίας; Δυστυχώς, και στην περίπτωση αυτή, η διεξαγωγή της συζήτησης μαρτυρεί μια σοβαρή παθολογία: για να γίνει η συζήτηση ενός θέματος δημόσια μεσολαβείται από τα μέσα ενημέρωσης, τα οποία την «κοινοποιούν», προσαρμόζοντάς την κάθε φορά στα μέτρα τους. Επιβάλλουν τις προϋποθέσεις του δημόσιου διαλόγου, αποφασίζουν τους όρους του παιχνιδιού, επιλέγουν τους παίκτες και, εντέλει, υποβάλλουν την ορθή κατά τη γνώμη τους «ανάγνωση» του προβλήματος ως τη μόνη θεμιτή προσέγγιση του ζητήματος. Αμα χρειαστεί, και για το βιβλίο χρειάστηκε, παραγγέλνουν και καμιά δημοσκόπηση για να βεβαιωθούν ότι τα λόγια τους έπιασαν τόπο.

Ιστορία και λογοκρισία

Με πρόσχημα, λοιπόν, το βιβλίο οργανώθηκε μια άνευ προηγουμένου εκστρατεία με αίτημα τη «διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης» την κατάργηση της οποίας επιδίωκε, υποτίθεται, το βιβλίο της Στ΄ Δημοτικού ακολουθώντας τα κελεύσματα των πατρώνων της παγκοσμιοποίησης: η Εκκλησία της Ελλάδας, ο ΛΑΟΣ, βουλευτές και πολιτικοί της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ και αριστερές ομάδες, αλλά και δημοσιογράφοι, και πανεπιστημιακοί, και η Ακαδημία και η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών και η κυπριακή κυβέρνηση και άλλοι πολλοί, εντός και εκτός Ελλάδας, ανακάλυψαν αίφνης τον «εσωτερικό εχθρό» στο πρόσωπο της συγγραφικής ομάδας του βιβλίου και βάλθηκαν να τον συντρίψουν. Στο ξεκίνημα της υπόθεσης επιχειρήσαμε από τον «Ιό» μια χαρτογράφηση κινήσεων και εντύπων που, εκπροσωπώντας τον «εθνικό χώρο», ανήγαγαν την απόσυρση του βιβλίου σε πολιτικό αίτημα μείζονος εθνικής σημασίας. Οι ύβρεις που δεχθήκαμε δεν αναιρούν το γεγονός ότι εναντίον του βιβλίου στοιχήθηκαν, με παρεμφερή συχνά επιχειρηματολογία και κάποτε από τα ίδια έντυπα, άτομα και συλλογικότητες που προέρχονται από τα υποτιθέμενα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος.

Για να αντιληφθούμε, ωστόσο, τι ακριβώς συνέβη τους μήνες που πέρασαν είμαστε υποχρεωμένοι να τοποθετήσουμε την όλη υπόθεση στη συγκυρία και ταυτόχρονα να της προσδώσουμε την ιστορικότητά της. Καταρχάς πρόκειται για την τρίτη κατά σειρά σύγκρουση αυτού του τύπου με πρώτη την «εθνική σταυροφορία» για το μακεδονικό και δεύτερη εκείνη των ταυτοτήτων. Μια δεύτερη παρατήρηση αφορά το γεγονός ότι δεν είναι η πρώτη φορά που ένα βιβλίο ιστορίας γίνεται αντικείμενο κριτικής για παρόμοιους λόγους. Η «Ιστορία Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική» του Κώστα Καλοκαιρινού, η «Ιστορία του ανθρώπινου γένους» του Λ. Σταυριανού, το βιβλίο του Γ. Κόκκινου υπήρξαν, μεταξύ άλλων, στόχος σφοδρών επιθέσεων, όπως στόχος λογοκριτικών παρεμβάσεων υπήρξε και το «βλάσφημο» χωρίο για το μύθο του Κρυφού Σχολειού που παρεισέφρησε τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια στο εγχειρίδιο της Γ΄ Λυκείου.

Μια τρίτη παρατήρηση αφορά τη διεθνή διάσταση του ζητήματος. Μπορεί σε κάθε χώρα να παίρνει ιδιαίτερες αποχρώσεις, να ακουμπά σε διαφορετικά κατά περίπτωση «εθνικά» ταμπού, η συζήτηση ωστόσο για το πώς πρέπει να διδάσκεται η ιστορία προκαλεί αυτή τη στιγμή τριγμούς στο εκπαιδευτικό σύστημα πολλών χωρών. Ανάμεσά τους και στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η κυβέρνηση Μπους προχώρησε από καιρό σε μια λυσσαλέα επίθεση κατά ορισμένων βιβλίων που κινούνταν στο παιδαγωγικό κλίμα του εγχώριου εγχειριδίου της Στ΄ Δημοτικού.

Παραμύθι πούλα μου...

Εχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με μια υπόθεση που διαθέτει παρελθόν και που δεν αποτελεί μια ακόμη ελληνική αποκλειστικότητα. Από εκεί και πέρα αξίζει να σταθούμε και στα στοιχεία που συγκροτούν την ελληνική περίπτωση και τα συμφραζόμενά της. Να μην παραβλέψουμε, κυρίως, ότι η συζήτηση για το βιβλίο συνέπεσε, διόλου τυχαία κατά τη γνώμη μας, με μια εποχή πρωτοφανών κινητοποιήσεων του εκπαιδευτικού χώρου. Απόηχοι των κινητοποιήσεων αυτών ανιχνεύονται στη στάση πολλών από εκείνους που πήραν μέρος στη διαμάχη, πολεμίων και υπερμάχων του βιβλίου. Κάποιοι, από τα δεξιά, βρήκαν αφορμή να κανονίσουν εκκρεμείς λογαριασμούς και να ζητήσουν το ξεκαθάρισμα των πανεπιστημίων από τα αριστερά μιάσματα. Από την άλλη πλευρά, οι επιθέσεις ορισμένων πανεπιστημιακών εναντίον της συγγραφικής ομάδας σχετίζονταν (και) με τις πολιτικές επιλογές τής επικεφαλής της, στην οποία προσωποποιήθηκε το όλο εγχείρημα. Με το γεγονός, δηλαδή, ότι η Μαρία Ρεπούση υπήρξε «συνομιλήτρια» της κυρίας Γιαννάκου σε μια εξαιρετικά κρίσιμη φάση της κόντρας μεταξύ υπουργείου και εκπαιδευτικής κοινότητας. Σε παρεμφερείς λόγους πρέπει να αναζητηθεί και η πρόσφατη αδυναμία της ΠΟΣΔΕΠ να καταδικάσει, ως όφειλε, την απόσυρση του βιβλίου.

Από την πλευρά τους, οι συγγραφείς του εγχειριδίου και οι υποστηρικτές τους δεν διέβλεψαν εγκαίρως ότι, ενόψει εκλογών, οι κυβερνητικοί χειρισμοί του ζητήματος οδηγούσαν νομοτελειακά στην απόσυρση του βιβλίου. Ούτως ή άλλως, και αντίθετα απ’ ό,τι υποστηρίζεται, η κυρία Γιαννάκου περιέπεσε σε αλλεπάλληλα θεσμικά ολισθήματα, αναθέτοντας σε απολύτως εξωθεσμικούς κριτές τη «διόρθωση» του βιβλίου. Ποιές θα ήταν άραγε οι εξελίξεις, αν η συγγραφική ομάδα είχε αρνηθεί να συμμορφωθεί με τις εξωθεσμικές παρεμβάσεις αναρμοδίων όπως η Ακαδημία ή η κυπριακή κυβέρνηση;

Εκτός όμως από τα ζητήματα που σχετίζονται με την πολιτική (ή μικροπολιτική) συγκυρία, υπάρχουν και εκείνα που συγκροτούν τον σκληρό πυρήνα της διαμάχης. Πολλοί από τους ιστορικούς που υποστήριξαν το βιβλίο δεν είδαν παρά τη συγκροτημένη επίθεση μιας πολύχρωμης παρέας «εθνικοφρόνων» που κατά καιρούς αναλαμβάνει εργολαβικά, μέσα από ευκαιριακές και μη συμπράξεις, την υπεράσπιση των ιερών και οσίων του έθνους. Αδιαφόρησαν έτσι για την πρόσληψη της συζήτησης, με άλλα λόγια για την κατανόηση των μηχανισμών χάρη στους οποίους οι εθνικοί μύθοι συνεχίζουν, χαϊδεύοντας τα αφτιά, να γοητεύουν και να θεωρούνται απαραίτητοι για την επιβίωση του έθνους. Για το γεγονός, δηλαδή, ότι οι μύθοι αυτοί συνιστούν καλώς ή κακώς δομικό στοιχείο της ιστορίας, όπως η ιστορία γίνεται ακόμη αντιληπτή τόσο στην «εθνικόφρονα» όσο και στην «αριστερή» εκδοχή της, και ότι το ξήλωμά τους δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση και, πάντως, δεν κερδίζεται στη σύγχρονη Πνύκα των δελτίων των οκτώ.

(Ελευθεροτυπία, 20/10/2007)

www.iospress.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: