Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2007

Η εξέγερση που συγκλόνισε τους φτωχούς του πλανήτη




Δύο ήταν οι μεγάλες επαναστάσεις στην παγκόσμια ιστορία : Η Γαλλική Επανάσταση του 1789 και η Οκτωβριανή Επανάσταση που έλαβε χώρα από τις 24 Φεβρουαρίου 1917 ώς τις 31 Οκτωβρίου του 1920. Τα γεγονότα αυτά δεν αποτέλεσαν σταθμούς μόνο για τα κράτη στα οποία έλαβαν χώρα, αλλά επηρέασαν βαθύτατα ολόκληρο τον κόσμο, γιατί δεν ήταν μόνο αλλαγές στην εξουσία και τη διακυβέρνηση, αλλά επαναστάσεις ιδεών.

Η Οκτωβριανή Επανάσταση πήρε το όνομά της από την κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων στις 24 Οκτωβρίου του 1917 από τους μπολσεβίκους, τα οποία χρησιμοποιούσε ως έδρα η προσωρινή ρωσική κυβέρνηση. Τα αίτια του αναβρασμού και της βαθιάς ρήξης των κοινωνικών ομάδων με την κατεστημένη εξουσία πρέπει όμως να αναζητηθούν πολύ πιο παλιά, την εποχή που ο Μαρξ και ο Ένγκελς συνέγραψαν τα έργα τους, αλλά και στον Ντοστογιέφσκι που το 1880 έγραφε στο «Ημερολόγιο ενός συγγραφέα»:

«Δεν μπορεί πια ένα μέρος από την ανθρωπότητα να κρατάει σκλαβωμένη όλη την υπόλοιπη... Η αφύσικη αυτή κατάσταση πραγμάτων και τα άλυτα αυτά πολιτικά προβλήματα δεν είναι δυνατόν παρά να οδηγήσουν σ’ έναν τεράστιο, τελειωτικό πόλεμο με τη συμμετοχή όλων, που θα ξεσπάσει σε τούτον τον αιώνα».

Όπως παρατηρούσε ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο», η βιομηχανική επανάσταση άλλαξε διά παντός τις σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, δημιουργώντας νέες τάξεις και σχέσεις μεταξύ τους. Από τη μία υπήρχαν οι κεφαλαιούχοι, που είχαν τον έλεγχο των μέσων παραγωγής, και από την άλλη οι εργάτες, οι οποίοι στερούνταν ιδιοκτησίας αυτών των μέσων παρόλο που συμμετείχαν σε αυτή. Η προλεταριοποίηση των εργατών επέφερε συσσωρευμένες πιέσεις, οι οποίες αναζητούσαν διέξοδο. Χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μαρξ στο έργο του «Σχετικά με την κριτική της πολιτικής οικονομίας»:

«Οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξής τους, σε αντίθεση με τις υφιστάμενες παραγωγικές σχέσεις ή με τις σχέσεις ιδιοκτησίας, που στα πλαίσιά τους αναπτύσσονταν ώς τότε. Οι σχέσεις αυτές, από μορφές των παραγωγικών δυνάμεων, γίνονται τα δεσμά τους. Τότε σημαίνει η ώρα της κοινωνικής επανάστασης».

Οι ιδέες της Γαλλικής Eπανάστασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου σε συνδυασμό με τις απόψεις του Μαρξ και του Ένγκελς ήταν οι πλέον κατάλληλες για να αποτελέσουν τη βάση της ιδεολογίας της εργατικής τάξης στην πάλη της αυτή. Το επιστέγασμα όμως ήταν ο Λένιν, ο οποίος συνέλαβε το «Στρατιωτικό πρόγραμμα της προλεταριακής επανάστασης», ένα κείμενο που ανέλυε τον τρόπο με τον οποίο η εργατική τάξη θα αγωνιζόταν για τους σκοπούς της. Ο Λένιν είχε ιδρύσει από το 1895 στην Πετρούπολη την «Ένωση του αγώνα για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης» και το 1898 στο Μινσκ, το «Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα». Στο εσωτερικό του κόμματος αυτού αναπτύχθηκαν δύο ομάδες, οι μπολσεβίκοι και οι μενσεβίκοι. Οι πρώτοι μετεξελίχθηκαν αργότερα σε αυτόνομη οντότητα και κυριάρχησαν στο επαναστατικό κίνημα.

Επίσης, οι επαναστατικές τάσεις στο εσωτερικό της Ρωσίας είχαν διάφορες αποχρώσεις σε εκείνα τα πρώιμα στάδια. Ο Τρότσκι είχε ιδρύσει τη «Νοτιορωσική Εργατική Ένωση» το 1897 και το 1904 συγγράφει μια δριμεία κριτική κατά του Λένιν στο βιβλίο «Τα πολιτικά μας καθήκοντα», δείγμα των διαφορετικών απόψεων που υπήρχαν ανάμεσα στη μετέπειτα ηγεσία.

Καταλύτης για την επίσπευση των γεγονότων αποτέλεσε η ήττα της Ρωσίας στον ρωσοϊαπωνικό πόλεμο του 1904. Οι επαναστατικές δυνάμεις άντλησαν περισσότερη υποστήριξη από την απογοήτευση του λαού για την εξουσία όταν σε διαδήλωση που έγινε σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν 5.000 άτομα. Ακολουθεί η ανταρσία του πληρώματος του πασίγνωστου θωρηκτού «Ποτέμκιν» και γενικευμένες απεργίες που ανάγκασαν τον τσάρο να παραχωρήσει με βαριά καρδιά κάποια δικαιώματα και να προβεί στη σύσταση κυβέρνησης και εθνοσυνέλευσης.

Αυτή η κοινωνική αντίδραση ήταν ουσιαστικά μια πρόβα για ό,τι θα ακολουθούσε. Η επαναστατική δράση συνεχίστηκε με πρωτοστάτες τον Λένιν και τον Τρότσκι, ο οποίος εξορίζεται, αλλά κατορθώνει να επιστρέψει στην Πετρούπολη και από εκεί στο Λονδίνο, όπου διοργανώνει την Πέμπτη Σύνοδο του Κόμματος (στην οποία συμμετείχε και ο Στάλιν).

Όλες αυτές οι επαναστατικές ιδέες έβρισκαν ισχυρότερα ερείσματα σε εκείνες τις χώρες όπου η μοναρχική διακυβέρνηση ήταν περισσότερο αυταρχική. Στις αρχές του 1910 αυτή η χώρα ήταν η Ρωσία, όπου ο τσάρος αντιμετωπίζοντας σημαντικά προβλήματα προσπαθούσε να διαφυλάξει την κυριαρχία του με ολοένα και μεγαλύτερη αυταρχικότητα.

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έδωσε τη χαριστική βολή στις μοναρχίες της Ευρώπης. Η τσαρική Ρωσία δεν αποτέλεσε εξαίρεση, καθώς μετά την ήττα του 1904, οι εξελίξεις στο ανατολικό μέτωπο δημιούργησαν μια πολύ δυσμενή κατάσταση για τον θρόνο. Λόγω των συνεχών ηττών και της πείνας πολλοί στρατιώτες λιποτακτούσαν, ενώ παρόμοιες ελλείψεις μάστιζαν και τις πόλεις. Στις 15 Μαρτίου 1917 ο Τσάρος Νικόλαος ο Β’ αναγκάζεται να υποβάλει την παραίτησή του και δημιουργείται κυβέρνηση φιλοαστική με την υποστήριξη των μεγαλοαστών και των γαιοκτημόνων.

Οι μενσεβίκοι και οι μπολσεβίκοι δεν στηρίζουν αυτή την ύστατη προσπάθεια διάσωσης της παλαιάς τάξης και ο Λένιν που βρίσκεται στη Μόσχα απαιτεί να δοθεί «όλη η εξουσία στα σοβιέτ». Ακολουθούν εσωτερικές διεργασίες στους κόλπους των επαναστατών και απεργίες που καταστέλλονται από τις δυνάμεις ασφαλείας που ήταν πιστές στην προσωρινή κυβέρνηση. Έτσι λήγει η λεγόμενη Φεβρουαριανή Επανάσταση.

Τον Ιούλιο του ίδιου έτους ο στρατηγός των κοζάκων Κορνίλωφ επιχειρεί πραξικόπημα, αλλά αποτυγχάνει λόγω της έλλειψης υποστήριξης από τους εργάτες και τους ίδιους τους στρατιώτες. Ο Τρότσκι αποφυλακίζεται και μετατρέπει την Κόκκινη Φρουρά σε κανονική στρατιωτική δύναμη. Είναι πλέον η πιο δημοφιλής μορφή της Επανάστασης.

Στο μεταξύ, οι γερμανικές δυνάμεις προέλαυναν ολοένα και πιο κοντά στην πρωτεύουσα Πετρούπολη δημιουργώντας έτσι μια χαοτική κατάσταση στην πόλη, στην οποία βρίσκεται και ο Λένιν του οποίου η πρόταση για ένοπλο αγώνα γίνεται δεκτή με ψήφους 10-2 στις 1ο Οκτωβρίου. Η κυβέρνηση προσπαθεί να τους ακινητοποιήσει στέλνοντας θωρακισμένα αυτοκίνητα στα γραφεία της εφημερίδας «Ραμπότσι Πουτ». Η προσπάθεια αποτυγχάνει και η εφημερίδα κυκλοφορεί με τίτλο την ανατροπή της κυβέρνησης.

Ο Τρότσκι έχοντας κερδίσει την υποστήριξη της φρουράς της πόλης, θέτει σε εφαρμογή το σχέδιό του, δηλαδή ένα πραξικόπημα εκτελεσμένο προσεκτικά σε τακτικό και επικοινωνιακό επίπεδο. Οι στρατιωτικές δυνάμεις καταλαμβάνουν άμεσα κάθε δημόσιο κτίριο, την Κεντρική Τράπεζα και τις γέφυρες της πόλης. Αυτό προκαλεί την ουσιαστική διάλυση της προσωρινής κυβέρνησης και τον περιορισμό της στα χειμερινά ανάκτορα.

Ο Λένιν δυσκολεύτηκε να πιστέψει την ευκολία με την οποία επιβλήθηκαν οι επαναστάτες και πείστηκε μόνο όταν άκουσε τις πληροφορίες που κατέφθαναν από τις ομάδες κρούσης. Στη συνέχεια, με συμμετοχή και του ναυτικού κατελήφθησαν και τα χειμερινά ανάκτορα.

Ταυτόχρονα, έφτασαν ειδήσεις ότι η Μόσχα και άλλες πόλεις υποστήριζαν τη νίκη των επαναστατών. Ο Λένιν έγινε πρόεδρος της νέας κυβέρνησης των Επιτρόπων του Λαού και στις 7 Νοεμβρίου λαμβάνει χώρα το Β’ Παρρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ στο Ινστιτούτο Σμόλνι. Ο Τζον Ριντ στο βιβλίο «Δέκα ημέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο» μας εξηγεί πώς ήταν η πλειονότητα των συμμετεχόντων: «Μεγάλες μάζες απεριποίητων στρατιωτών, αγριεμένων εργατών, αγροτών, φτωχών ανθρώπων γερασμένων και βαθιά χαραγμένων από την άγρια μάχη της καθημερινής επιβίωσης».

Το Συνέδριο αποφασίζει βαθιές τομές για τη ρωσική κοινωνία: εθνικοποίηση της ιδιοκτησίας, διανομή της γης και έλεγχος της παραγωγής από τους εργάτες. Χαρακτηριστικά, στο επίσημο κείμενο αναφερόταν:

«Η σοβιετική εξουσία θα προτείνει άμεση δημοκρατική ειρήνη σε όλα τα έθνη και άμεση εκεχειρία σε όλα τα μέτωπα. Θα εγγυηθεί την ελεύθερη μεταβίβαση της γης των γαιοκτημόνων, της βασιλικής περιουσίας και των μοναστηριών στις Επιτροπές Γης, θα εγγυηθεί τα δικαιώματα των στρατιωτών επιβάλλοντας πλήρη εκδημοκρατισμό του στρατού, θα εγκαθιδρύσει εργατικό έλεγχο στην παραγωγή, θα πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την παροχή ψωμιού στις πόλεις και ειδών πρώτης ανάγκης στα χωριά και θα εγγυηθεί επίσης το δικαίωμα όλων των εθνοτήτων που ζουν στη Ρωσία για αυτοδιάθεση».

Στη συνέχεια, η νεοσυσταθείσα κυβέρνηση συνασπισμού (όπου την πλειοψηφία είχαν οι σοσιαλεπαναστάτες) συνάπτει ανακωχή με τη Γερμανία. Τον Φεβρουάριο ο Τρότσκι ιδρύει τον Κόκκινο Στρατό και τον Μάρτιο η πρωτεύουσα μεταφέρεται στη Μόσχα για λόγους ασφαλείας. Εν τω μεταξύ, εκείνους τους μήνες έχουμε την ανεξαρτητοποίηση πολλών κρατών, όπως η Λευκορωσία, η Αρμενία και η Γεωργία. Όμως τα προβλήματα δεν σταματούν ακόμα καθώς μερικούς μήνες μετά την ανατροπή της κυβέρνησης έρχεται μια σειρά εξωτερικών παρεμβάσεων.

Οι δυτικές δυνάμεις βλέπουν τις διεθνείς συνθήκες που είχε υπογράψει το προηγούμενο καθεστώς να απειλούνται και αντιδρούν στις εξελίξεις αυτές με ποικίλους τρόπους: ιαπωνικές δυνάμεις έχουν αποβιβαστεί στα ανατολικά ενώ αγγλογαλλικές δυνάμεις αποβιβάζονται στον Αρχάγγελο και το Μούρμανσκ. Παράλληλα ενισχύουν διάφορους στρατιωτικούς του παλαιού καθεστώτος με όπλα και εφόδια για να χτυπήσουν την Επανάσταση από πολλές πλευρές.

Σαν αντίδραση, οι μπολσεβίκοι δολοφονούν τον τσάρο και ο Τρότσκι προσπαθεί να αναδιοργανώσει το στράτευμα. Είναι όμως δύσκολο εξαιτίας της προπαγάνδας των μπολσεβίκων που επί σειρά ετών έστελναν αντιμιλιταριστικά μηνύματα στην προσπάθειά τους να διαλύσουν τον στρατό του τσάρου.

Έτσι, λοιπόν, η Επανάσταση φτάνει σε ένα κρίσιμο σημείο, διότι η επιτυχής εισβολή ξένων δυνάμεων θα μπορούσε να χρεωθεί από τους οπαδούς του παλαιού καθεστώτος ως αποτέλεσμα των πράξεων του νέου καθεστώτος με συνέπεια αναζωπύρωση της διαμάχης μεταξύ τους. Όμως για άλλη μια φορά οι ηγέτες της Επανάστασης στέκονται στο ύψος των περιστάσεων. Ο Τρότσκι ταξιδεύει παντού με το «θωρακισμένο τρένο» του οργανώνοντας και εμψυχώνοντας τα στρατεύματα στις κρίσιμες μάχες. Ο Λένιν χαιρετά την κρίσιμη νίκη στο Καζάν ως εξής:

«Ας είναι για εμάς το σύμβολο ότι θα συντρίβουμε κάθε αντίσταση των εκμεταλλευτών και θα διασφαλίζουμε τη νίκη του παγκόσμιου σοσιαλισμού». Ακολουθεί η διάσωση της Πετρούπολης από επίθεση δυνάμεων υπό τον «λευκό» στρατηγό Γιούντενιτς και η απώθηση παρόμοιων προσπαθειών στη Νότια Ρωσία. Σε αυτές τις επιχειρήσεις εντάσσεται και η αποτυχημένη εκστρατεία της Κριμαίας, στην οποία συμμετείχαν και ελληνικές δυνάμεις.

Στις εξελίξεις υπάρχει και μια διφορούμενη μορφή που τα επόμενα χρόνια θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη μετεξέλιξη της Οκτωβριανής Επανάστασης. Πρόκειται για τον Ιωσήφ Στάλιν, τότε μέλος του υπουργικού συμβουλίου (Επίτροποι του Λαού) ο οποίος στις μάχες ενάντια στους πολωνούς διέταξε αυτοβούλως τις δυνάμεις του να επιτεθούν σε μια προσπάθεια να καρπωθεί την επιτυχία ο ίδιος, με αποτέλεσμα τη δημιουργία κενού που εκμεταλλεύτηκαν οι πολωνοί για να διεισδύσουν και να νικήσουν τον σοβιετικό στρατό. Τελικά υπογράφτηκε συνθήκη ειρήνης μεταξύ των δύο εξαντλημένων αντιπάλων, με τον Στάλιν να δέχεται επικρίσεις αλλά να μην τιμωρείται.

Έτσι, τον Οκτώβριο του 1920 πλέον, με το πέρας του εμφυλίου πολέμου και των εξωτερικών παρεμβάσεων ολοκληρώνεται η πρώτη επαναστατική περίοδος, με τους θριαμβευτές της να επιδίδονται στο εξής στην ανοικοδόμηση και την αναδιοργάνωση της χώρας, με ένα πολιτικό «πείραμα» που θα εφαρμοζόταν στην πράξη για πρώτη φορά. Όσον αφορά το μέλλον, ο ίδιος ο Τρότσκι μας παρουσιάζει εύγλωττα τις προβλέψεις του στην «Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης»:

«Βασιζόμαστε στην ελπίδα ότι η δική μας επανάσταση θα γίνει ο προπομπός της ευρωπαϊκής επανάστασης. Αν οι ευρωπαϊκές μάζες δεν συντρίψουν τον ιμπεριαλισμό, τότε η επανάστασή μας θα μπει σε θανάσιμο κίνδυνο. Είτε η ρώσικη επανάσταση θ’ ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου της ευρωπαϊκής επανάστασης, είτε ο ιμπεριαλισμός θα συντρίψει τη δικιά μας επανάσταση».

Οι επαναστατικές ιδέες βρήκαν υποστηρικτές και πρόσφορο έδαφος στα εδάφη που εκμεταλλεύονταν οι αποικιοκρατικές δυνάμεις. Η κατάσταση εκεί ήταν παρόμοια με αυτή της τσαρικής Ρωσίας: αντί για κεφαλαιούχοι και προλετάριοι υπήρχαν αποικιοκράτες και εκμεταλλευόμενοι ντόπιοι πληθυσμοί. Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα κομμουνιστικά κινήματα κατέλαβαν την εξουσία σε πληθώρα τέτοιων κρατών, ακόμα και στην Κίνα, καθιστώντας τη Σοβιετική Ένωση υπερδύναμη.

Όμως, ενώ κυριάρχησαν σε περιφερειακό επίπεδο, απέτυχαν να νικήσουν στην Ευρώπη, εκεί που η επικράτησή τους θα σήμαινε την ολοκληρωτική νίκη επί του καπιταλισμού. Το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς αυτό που προέβλεψε ο Τρότσκι, ότι δηλαδή η αντίδραση του καπιταλισμού (σε συνδυασμό με πολλούς άλλους ενδογενείς παράγοντες) κατέπνιξε τις επαναστάσεις και επικράτησε, έστω και προσωρινά.

Γιατί, όπως διδάσκει ο Μαρξ, ο καπιταλισμός έχει τους δικούς του αυτοκαταστροφικούς παράγοντες και, από την άλλη, η επανάσταση επαναλαμβάνεται όσο υπάρχουν οι αιτίες που οδηγούν σε αυτή.

(Ποντίκι, 15.11.2007)

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2007

Η απόσυρση του βιβλίου Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού


Μετά το βιβλίο, τι;


«Η Ιστορία δεν ξαναγράφεται»
(Ν. Μπακογιάννη προς Μ. Νίμιτς, 8.10.07)

Ενα σχεδόν μήνα μετά την απόσυρση του βιβλίου Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού, και καθώς ο θόρυβος που ξεσήκωσε η υπόθεση αυτή μοιάζει να έχει επιτέλους καταλαγιάσει, είμαστε πλέον σε θέση να επιχειρήσουμε μια πρώτη αποτίμηση της πρωτοφανούς διαμάχης που ξέσπασε από τη στιγμή που κάποιοι ανακάλυψαν την ύπαρξη του «εθνοπροδοτικού» εγχειριδίου.

Ας ξεκινήσουμε από το τέλος: η απόσυρση του βιβλίου, πρώτη μετεκλογική κίνηση της νέας κυβέρνησης Καραμανλή, συνιστά μια πολιτική απόφαση που, περιγελώντας κατάμουτρα τους θεσμούς, νομιμοποιεί έναν ιδιότυπο δημόσιο έλεγχο των εκπαιδευτικών ζητημάτων. Στο εξής, και η παραμικρή απόπειρα δοκιμής μιας νέας διδακτικής πρότασης οφείλει να συμμορφώνεται με έναν άτυπο πλην πανίσχυρο κανόνα («μεζούρα της εθνικοφροσύνης» τον ονομάσαμε από τη στήλη αυτή) που υπαγορεύεται από τους «εθνικώς ανησυχούντες» ενός ευρύτατου πολιτικού φάσματος και υιοθετείται από τα μέσα ενημέρωσης, κυρίως τα τηλεοπτικά, ως αυτονόητη άμυνα απέναντι σε όσους επιβουλεύονται τα ιερά και τα όσια του ελληνικού έθνους.

Η εξέλιξη δεν είναι απλώς δυσάρεστη, είναι σαφώς εξωφρενική: από εδώ και πέρα, οι συγγραφείς των σχολικών εγχειριδίων οφείλουν να ακολουθούν κατά γράμμα τις παραινέσεις των δελτίων των οκτώ που, με την απόσυρση του βιβλίου, αποδείχθηκαν εντέλει ισχυρότερα από το εγκεκριμένο αναλυτικό πρόγραμμα του υπουργείου. Από την άποψη αυτή, οι πανηγυρισμοί του ΛΑΟΣ, οι θέσεις του οποίου ηγεμόνευσαν στη διαμάχη, είναι απολύτως δικαιολογημένοι. Ακατανόητος (και αδιανόητος) παραμένει ο ενθουσιασμός όσων έκριναν το βιβλίο «από τα αριστερά»: ζοφερό το μέλλον (και) της Αριστεράς, αν η απόκρουση των υποτιθέμενων ανθελληνικών σχεδίων που απεργάζονται τα ποικιλώνυμα κέντρα της παγκοσμιοποίησης περνά μέσα από τη σύμπλευση με τις πιο αρχαϊκές (εξού και εξαιρετικά φοβικές) δοξασίες για τους όρους επιβίωσης του σύγχρονου ελληνισμού.

Το βιβλίο ως πρόσχημα

Είναι προφανές ότι ένα σχολικό βιβλίο μπορεί κάλλιστα να προκαλέσει μια δημόσια συζήτηση. Η συζήτηση αυτή θα αφορούσε τη διαδικασία παραγωγής του, τις ενδεχόμενες καινοτομίες που εισάγει, επομένως τη διδακτική και παιδαγωγική πρόταση που εκπροσωπεί, αλλά και τη συσχέτισή του με τα υπόλοιπα σχολικά εγχειρίδια, παλιά και νέα, καθώς και με αντίστοιχους πειραματισμούς που δοκιμάζονται ήδη αλλού. Το βιβλίο της Στ΄ Δημοτικού ήταν πράγματι ένα βιβλίο που προσφερόταν για μια τέτοια συζήτηση. Ούτως ή άλλως, η πρόθεσή του να εισηγηθεί ένα νέο αφηγηματικό ύφος, να αντιμετωπίσει με διαφορετικό πνεύμα τις σχέσεις με τους γείτονες ή να εντάξει τις γυναίκες στον κορμό της ιστορικής αφήγησης απηχεί σύγχρονες αντιλήψεις για τη διδασκαλία της ιστορίας οι οποίες μόνον από αδαείς μπορούν να χλευαστούν ως αναμάσημα των δογμάτων της πολιτικής ορθότητας ή/και να κατηγορηθούν ως κατά μέτωπον επίθεση στα εθνικά δίκαια. (Μπορεί να μην το έχουν υπόψη τους οι επικριτές του βιβλίου, αλλά οι προσπάθειες για μια σχολική ιστορία που να μην οξύνει τα μίση και τα πάθη μεταξύ γειτονικών λαών χρονολογούνται στις βαλκανικές χώρες από τα χρόνια του Μεσοπολέμου.)

Είναι βέβαιο ότι ελάχιστοι θα ενδιαφέρονταν για μια συζήτηση που θα αυτοπεριοριζόταν στα πραγματικά ζητήματα που θέτει κάθε σχολικό βιβλίο όταν επιχειρεί να διατυπώσει μια εναλλακτική διδακτική πρόταση. Και πάντως όχι τα δελτία των οκτώ. Ετσι, το βιβλίο λειτούργησε ως πρόσχημα για τη διατύπωση γενικών ιδεολογικοπολιτικών θέσεων, αλλά και για την εξυπηρέτηση άμεσων πολιτικών στοχεύσεων τόσο από την πλευρά των πολεμίων του όσο και από εκείνη αρκετών από τους υποστηρικτές του. Και έπρεπε το βιβλίο να καταγγελθεί ως νεοταξίτικο προϊόν, απτό δείγμα μιας υπόγειας διαδικασίας αφελληνισμού, για να ζωστεί τα φυσεκλίκια μια πλούσια γκάμα θεματοφυλάκων των εθνικών δικαίων και να ζητήσει την άνευ όρων απόσυρσή του.

Μήπως, όμως, έστω κι έτσι, θέματα που σχετίζονται με τη διδασκαλία της ιστορίας, επομένως και με την ιστορία και την ιστοριογραφία, αποτέλεσαν εντέλει αντικείμενο μιας δημόσιας συζήτησης, έγιναν κατά κάποιον τρόπο πρόβλημα της κοινωνίας; Δυστυχώς, και στην περίπτωση αυτή, η διεξαγωγή της συζήτησης μαρτυρεί μια σοβαρή παθολογία: για να γίνει η συζήτηση ενός θέματος δημόσια μεσολαβείται από τα μέσα ενημέρωσης, τα οποία την «κοινοποιούν», προσαρμόζοντάς την κάθε φορά στα μέτρα τους. Επιβάλλουν τις προϋποθέσεις του δημόσιου διαλόγου, αποφασίζουν τους όρους του παιχνιδιού, επιλέγουν τους παίκτες και, εντέλει, υποβάλλουν την ορθή κατά τη γνώμη τους «ανάγνωση» του προβλήματος ως τη μόνη θεμιτή προσέγγιση του ζητήματος. Αμα χρειαστεί, και για το βιβλίο χρειάστηκε, παραγγέλνουν και καμιά δημοσκόπηση για να βεβαιωθούν ότι τα λόγια τους έπιασαν τόπο.

Ιστορία και λογοκρισία

Με πρόσχημα, λοιπόν, το βιβλίο οργανώθηκε μια άνευ προηγουμένου εκστρατεία με αίτημα τη «διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης» την κατάργηση της οποίας επιδίωκε, υποτίθεται, το βιβλίο της Στ΄ Δημοτικού ακολουθώντας τα κελεύσματα των πατρώνων της παγκοσμιοποίησης: η Εκκλησία της Ελλάδας, ο ΛΑΟΣ, βουλευτές και πολιτικοί της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ και αριστερές ομάδες, αλλά και δημοσιογράφοι, και πανεπιστημιακοί, και η Ακαδημία και η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών και η κυπριακή κυβέρνηση και άλλοι πολλοί, εντός και εκτός Ελλάδας, ανακάλυψαν αίφνης τον «εσωτερικό εχθρό» στο πρόσωπο της συγγραφικής ομάδας του βιβλίου και βάλθηκαν να τον συντρίψουν. Στο ξεκίνημα της υπόθεσης επιχειρήσαμε από τον «Ιό» μια χαρτογράφηση κινήσεων και εντύπων που, εκπροσωπώντας τον «εθνικό χώρο», ανήγαγαν την απόσυρση του βιβλίου σε πολιτικό αίτημα μείζονος εθνικής σημασίας. Οι ύβρεις που δεχθήκαμε δεν αναιρούν το γεγονός ότι εναντίον του βιβλίου στοιχήθηκαν, με παρεμφερή συχνά επιχειρηματολογία και κάποτε από τα ίδια έντυπα, άτομα και συλλογικότητες που προέρχονται από τα υποτιθέμενα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος.

Για να αντιληφθούμε, ωστόσο, τι ακριβώς συνέβη τους μήνες που πέρασαν είμαστε υποχρεωμένοι να τοποθετήσουμε την όλη υπόθεση στη συγκυρία και ταυτόχρονα να της προσδώσουμε την ιστορικότητά της. Καταρχάς πρόκειται για την τρίτη κατά σειρά σύγκρουση αυτού του τύπου με πρώτη την «εθνική σταυροφορία» για το μακεδονικό και δεύτερη εκείνη των ταυτοτήτων. Μια δεύτερη παρατήρηση αφορά το γεγονός ότι δεν είναι η πρώτη φορά που ένα βιβλίο ιστορίας γίνεται αντικείμενο κριτικής για παρόμοιους λόγους. Η «Ιστορία Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική» του Κώστα Καλοκαιρινού, η «Ιστορία του ανθρώπινου γένους» του Λ. Σταυριανού, το βιβλίο του Γ. Κόκκινου υπήρξαν, μεταξύ άλλων, στόχος σφοδρών επιθέσεων, όπως στόχος λογοκριτικών παρεμβάσεων υπήρξε και το «βλάσφημο» χωρίο για το μύθο του Κρυφού Σχολειού που παρεισέφρησε τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια στο εγχειρίδιο της Γ΄ Λυκείου.

Μια τρίτη παρατήρηση αφορά τη διεθνή διάσταση του ζητήματος. Μπορεί σε κάθε χώρα να παίρνει ιδιαίτερες αποχρώσεις, να ακουμπά σε διαφορετικά κατά περίπτωση «εθνικά» ταμπού, η συζήτηση ωστόσο για το πώς πρέπει να διδάσκεται η ιστορία προκαλεί αυτή τη στιγμή τριγμούς στο εκπαιδευτικό σύστημα πολλών χωρών. Ανάμεσά τους και στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η κυβέρνηση Μπους προχώρησε από καιρό σε μια λυσσαλέα επίθεση κατά ορισμένων βιβλίων που κινούνταν στο παιδαγωγικό κλίμα του εγχώριου εγχειριδίου της Στ΄ Δημοτικού.

Παραμύθι πούλα μου...

Εχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με μια υπόθεση που διαθέτει παρελθόν και που δεν αποτελεί μια ακόμη ελληνική αποκλειστικότητα. Από εκεί και πέρα αξίζει να σταθούμε και στα στοιχεία που συγκροτούν την ελληνική περίπτωση και τα συμφραζόμενά της. Να μην παραβλέψουμε, κυρίως, ότι η συζήτηση για το βιβλίο συνέπεσε, διόλου τυχαία κατά τη γνώμη μας, με μια εποχή πρωτοφανών κινητοποιήσεων του εκπαιδευτικού χώρου. Απόηχοι των κινητοποιήσεων αυτών ανιχνεύονται στη στάση πολλών από εκείνους που πήραν μέρος στη διαμάχη, πολεμίων και υπερμάχων του βιβλίου. Κάποιοι, από τα δεξιά, βρήκαν αφορμή να κανονίσουν εκκρεμείς λογαριασμούς και να ζητήσουν το ξεκαθάρισμα των πανεπιστημίων από τα αριστερά μιάσματα. Από την άλλη πλευρά, οι επιθέσεις ορισμένων πανεπιστημιακών εναντίον της συγγραφικής ομάδας σχετίζονταν (και) με τις πολιτικές επιλογές τής επικεφαλής της, στην οποία προσωποποιήθηκε το όλο εγχείρημα. Με το γεγονός, δηλαδή, ότι η Μαρία Ρεπούση υπήρξε «συνομιλήτρια» της κυρίας Γιαννάκου σε μια εξαιρετικά κρίσιμη φάση της κόντρας μεταξύ υπουργείου και εκπαιδευτικής κοινότητας. Σε παρεμφερείς λόγους πρέπει να αναζητηθεί και η πρόσφατη αδυναμία της ΠΟΣΔΕΠ να καταδικάσει, ως όφειλε, την απόσυρση του βιβλίου.

Από την πλευρά τους, οι συγγραφείς του εγχειριδίου και οι υποστηρικτές τους δεν διέβλεψαν εγκαίρως ότι, ενόψει εκλογών, οι κυβερνητικοί χειρισμοί του ζητήματος οδηγούσαν νομοτελειακά στην απόσυρση του βιβλίου. Ούτως ή άλλως, και αντίθετα απ’ ό,τι υποστηρίζεται, η κυρία Γιαννάκου περιέπεσε σε αλλεπάλληλα θεσμικά ολισθήματα, αναθέτοντας σε απολύτως εξωθεσμικούς κριτές τη «διόρθωση» του βιβλίου. Ποιές θα ήταν άραγε οι εξελίξεις, αν η συγγραφική ομάδα είχε αρνηθεί να συμμορφωθεί με τις εξωθεσμικές παρεμβάσεις αναρμοδίων όπως η Ακαδημία ή η κυπριακή κυβέρνηση;

Εκτός όμως από τα ζητήματα που σχετίζονται με την πολιτική (ή μικροπολιτική) συγκυρία, υπάρχουν και εκείνα που συγκροτούν τον σκληρό πυρήνα της διαμάχης. Πολλοί από τους ιστορικούς που υποστήριξαν το βιβλίο δεν είδαν παρά τη συγκροτημένη επίθεση μιας πολύχρωμης παρέας «εθνικοφρόνων» που κατά καιρούς αναλαμβάνει εργολαβικά, μέσα από ευκαιριακές και μη συμπράξεις, την υπεράσπιση των ιερών και οσίων του έθνους. Αδιαφόρησαν έτσι για την πρόσληψη της συζήτησης, με άλλα λόγια για την κατανόηση των μηχανισμών χάρη στους οποίους οι εθνικοί μύθοι συνεχίζουν, χαϊδεύοντας τα αφτιά, να γοητεύουν και να θεωρούνται απαραίτητοι για την επιβίωση του έθνους. Για το γεγονός, δηλαδή, ότι οι μύθοι αυτοί συνιστούν καλώς ή κακώς δομικό στοιχείο της ιστορίας, όπως η ιστορία γίνεται ακόμη αντιληπτή τόσο στην «εθνικόφρονα» όσο και στην «αριστερή» εκδοχή της, και ότι το ξήλωμά τους δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση και, πάντως, δεν κερδίζεται στη σύγχρονη Πνύκα των δελτίων των οκτώ.

(Ελευθεροτυπία, 20/10/2007)

www.iospress.gr

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2007

Τα Ζώδια και τα Ζώα

Ψευδο-επιστήμες στην εποχή της επιστήμης

από τον Νίκο Δήμου

Όταν κάποιος με ρωτάει: «Τι ζώδιο είστε;» με πιάνει απελπισία.

Ο άνθρωπος, σκέπτομαι, ζει στην εποχή των Σουμερίων και των Βαβυλωνίων! Είναι δυνατόν, μετά από τόσες χιλιάδες χρόνια επιστημονική έρευνα, να πιστεύει ακόμα στην Αστρολογία!

Δυστυχώς δεν είναι ο μόνος. Σύμφωνα με μία δημοσκόπηση της Gallup (1990, δείγμα 1232 ενήλικες Αμερικανοί) το 52% του συνόλου εμπιστεύεται την Αστρολογία. Δηλαδή η πλειοψηφία! Κι ας μην έχει αποδειχθεί ποτέ (πειραματικά και στατιστικά) ότι υπάρχει αιτιολογική σχέση ανάμεσα στις κινήσεις των άστρων και των ανθρώπων. (Αντίθετα, ό,τι προσπάθειες έγιναν, απέδειξαν περίτρανα την έλλειψη κάθε αντιστοιχίας).

Κι όμως από καμία «σοβαρή» εφημερίδα μας δεν λείπει το ωροσκόπιο. Οι αστρολόγοι των ΜΜΕ γίνονται «μεντιατικές» προσωπικότητες, κι αντί να στιγματίζονται ως απατεώνες, πλουτίζουν χάρη στην ευπιστία των αφελών.

Ζούμε στην εποχή της επιστήμης και της τεχνολογίας. (Η δεύτερη δεν είναι άλλο από την εφαρμογή και υλοποίηση της πρώτης). Οι αποδείξεις για την εγκυρότητα της επιστημονικής μεθόδου είναι χειροπιαστές και καθημερινές – από τον διακόπτη που ανάβει το φως μέχρι το κινητό τηλέφωνο. Χάρη στην επιστήμη έχει διπλασιαστεί ο μέσος όρος της ζωής μας, έχουν καταργηθεί οι αποστάσεις, έχουν φωτιστεί μεγάλα μυστήρια του σύμπαντος, έχουν εξαφανιστεί φοβερές ασθένειες, έχουν βελτιωθεί οι καθημερινές συνθήκες της ζωής μας.

Από όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες, μόνο η επιστήμη προοδεύει. Μόνο αυτή ανακαλύπτει διαρκώς καινούργια «παραδείγματα» που είτε συμπληρώνουν είτε ανατρέπουν τα παλιά. Στις τέχνες, στην φιλοσοφία, στην ποίηση, δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι υπάρχει πρόοδος σε σχέση με τους αρχαίους Κινέζους, Ινδούς ή Έλληνες. Αλλά η επιστήμη καλπάζει. Στα τελευταία πενήντα χρόνια έχει προσθέσει περισσότερη γνώση από όση είχε μαζέψει η ανθρωπότητα σε όλη της την ιστορία.

Τείνουμε να σνομπάρουμε την «πρόοδο» κι αυτό το κάνουμε από τις άνετες κατοικίες μας (με κλιματισμό και θέρμανση), από τα σύγχρονα νοσοκομεία μας, τα γεμάτα ψυγεία μας και τα γρήγορα αυτοκίνητα και αεροπλάνα μας. Ας πάει να μιλήσει κανείς εναντίον της προόδου σε φτωχούς του Τρίτου Κόσμου και θα τον πάρουν με τα λεμόνια (αν έχουν…) Αυτοί ζουν σαν τους μακρινούς πρωτόγονους προγόνους μας, κυνηγημένοι από την στέρηση, τα καιρικά φαινόμενα, τις επιδημίες, τους λιμούς.

Κι όμως. Παρόλη την ορατή πρόοδο της επιστήμης, παρόλη την καθημερινή επιβεβαίωση της επιστημονικής μεθοδολογίας, έχουμε γεμίσει ψευδο-επιστήμες, παρα-επιστήμες, δεισιδαιμονίες, μυστικιστικά και αποκρυφιστικά δόγματα, παράλογες θεωρίες. Άνθρωποι υποφέρουν (και ενίοτε πεθαίνουν) επειδή, αντί για την ιατρική επιστήμη, εμπιστεύονται «εναλλακτικές» θεραπείες. Άλλοι πληρώνουν μεγάλα ποσά σε μέντιουμ και μάντεις για να τους αποκαλύψουν αυτά που κανείς δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει.

Γιατί υπάρχει αυτή η τόσο χτυπητή αντίθεση; Γιατί στην εποχή της επιστήμης θάλλουν τόσο πολύ οι αντι-επιστημονικές δοξασίες; (Τέτοιες ονομάζω όσες ισχυρίζονται ότι περιγράφουν και ερμηνεύουν φαινόμενα, χωρίς να καταθέτουν την μεθοδολογία τους και χωρίς να εκτίθενται στον συστηματικό πειραματικό έλεγχο της δοκιμής και του λάθους).

Μία εξήγηση λέει πως η εξέλιξη της νοοτροπίας των ανθρώπων δεν συμβαδίζει με την ανάπτυξη της επιστήμης. Αν σήμερα το 52% πιστεύει στην Αστρολογία, τον Μεσαίωνα πρέπει να ήταν το 99%. Κι ίσως χρειασθούν ακόμα μερικοί αιώνες για να αποκτήσει ο μέσος άνθρωπος μία νοητική θωράκιση εναντίον όλων όσοι προσπαθούν να του υποβάλουν διάφορες παράλογες (αλλά χρήσιμες για τις ανάγκες του) ψευτοθεωρίες. Η επιστήμη μπορεί να πέτυχε πολλά – αλλά δεν έλυσε βασικά προβλήματα της ζωής: από την γνώση του μέλλοντος, μέχρι το μυστήριο του θανάτου.

Εκεί λοιπόν εισχωρεί η παρα-επιστήμη που διατείνεται ότι συμπληρώνει τα κενά. Μερικοί μάλιστα έχουν τρομάξει με την ταχύτητα της εξέλιξης και τις αρνητικές της πλευρές. Έτσι γυρίζουν το βλέμμα προς τα πίσω, προς την αγνή και «φυσική» ζωή, τις αθώες και άδολες ρίζες. (Όλα αυτά ξεκινάνε από τον «ευγενή άγριο» του Ρουσσώ και τους Ρομαντικούς απογόνους του).

Η διάδοση των ψευδοεπιστημών έχει άμεση σχέση με την παρακμή των θρησκειών και του θρησκευτικού συναισθήματος. Ο άνθρωπος, χάνοντας την πίστη του στις ξεκάθαρες συντεταγμένες του θρησκευτικού δόγματος, αναζητεί εναλλακτικές λύσεις.

Βέβαια και οι θρησκείες δεν είναι άλλο παρά θεσμοποιημένες δεισιδαιμονίες. Απλώς τις έχουμε συνηθίσει. (Είναι πιο εύκολο να το καταλάβουμε αυτό αν δούμε τις θρησκείες των άλλων – ή προσπαθήσουμε να δούμε ψύχραιμα την δική μας με τα μάτια των άλλων: πως π. χ. τους φαίνεται η Άμωμη Σύλληψη ή το ομοιούσιον της Αγίας Τριάδος). Και είναι χαρακτηριστικό το πόσο συστηματικά και πεισματικά κυνηγάνε οι εκκλησίες τις λεγόμενες «αιρέσεις» αλλά και τις παραφυσικές πρακτικές, που δεν είναι άλλο από ανταγωνιστικά μαγαζιά.

Από τη στιγμή λοιπόν που ο άνθρωπος έχει ανάγκη από μεταφυσική παρηγοριά (εκεί η επιστήμη δεν έχει να προσφέρει) και δεν την βρίσκει πια στην παραδοσιακή πίστη του, είναι φυσικό να καταφεύγει σε κάθε είδους δοξασίες οι οποίες εμφανίζονται πιο εκσυγχρονισμένες (π. χ. αστρολογία με ηλεκτρονικούς υπολογιστές!).

Φτάσαμε στην ρίζα του προβλήματος. Η ανασφάλεια και αδυναμία του ανθρώπου τροφοδοτούν όλες αυτές τις καταστάσεις. Το ανθρώπινο ον αργεί να ενηλικιωθεί. Δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει τον κόσμο χωρίς Πατρική Προστασία ή Μεταφυσική Παραμυθία. Ακόμα κουβαλάει μέσα του το δέος του πρωτόγονου. Βαθιά του κρύβει ένα φοβισμένο ζώο. Τον φόβο και το δέος εκμεταλλεύονται όλοι οι ψευδοπροφήτες. Πουλάνε ναρκωτικά του νου – συχνά πιο επικίνδυνα από την ηρωίνη.


(Το άθρο αυτό είναι αναδημοσίευση από το www.ndimou.gr και μπορείτε να το δείτε εδώ)

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2007

Εθνικισμός και εθνικό συμφέρον

Αναδημοσιεύω απο το ΒΗΜΑ - ΝΕΕΣ ΕΠΟΧΕΣ ενα ενδιαφέρον άρθρο του Π.Ελευθεριάδη πάνω στο "Μακεδονικό ζήτημα". Οι "λογικές" προσεγγίσεις ίσως τελικά υπερτερήσουν των "εθνικιστικών" και κάποτε σταματήσουμε να ασχολούμαστε με λάθος τρόπο με αυτό το θέμα.

(Γενικότερα μπορείτε να ριξετε μια ματιά στις ΝΕΕΣ ΕΠΟΧΕΣ, υπάρχουν ενδιαφέροντα άρθρα κατα καιρούς)

Εθνικισμός και εθνικό συμφέρον

* Η πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης είναι εγκλωβισμένη στην πολιτική των κυβερνήσεων Μητσοτάκη και Παπανδρέου της περιόδου 1990-1995· μια πολιτική που χαϊδεύει το εύκολο πάθος και τον εθνικισμό μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης αλλά αγνοεί το εθνικό συμφέρον


Π. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΗΣ





Ο ύπατος εκπρόσωπος της Εξωτερικής Πολιτικής της ΕΕ Χαβιέρ Σολάνα (δεξιά) και ο πρόεδρος της πΓΔΜ Μπράνκο Τσερβενκόφσκι στην κοινή συνέντευξη Τύπου που έδωσαν μετά τη συνάντησή τους στις Βρυξέλλες την περασμένη Τετάρτη


Ενα από τα πιο απογοητευτικά αποτελέσματα των εκλογών που πέρασαν ήταν η εκλογική επιτυχία του ΛΑΟΣ. Το κόμμα αυτό είναι πράγματι ένα κόμμα των άκρων, της ξενοφοβίας και του μίσους. Παρ' όλα αυτά, τα δύο μεγάλα κόμματα δεν είναι άμοιρα ευθυνών για την άνοδό του. Το κόμμα αυτό κτίστηκε πάνω στις εσφαλμένες κοινές παραδοχές και των δύο μεγάλων κομμάτων για το λεγόμενο «μακεδονικό ζήτημα». Αν τα δύο μεγάλα κόμματα είχαν περισσότερο θάρρος, θα είχαν αντισταθεί στα αισθήματα θυμού, απογοήτευσης και αγανάκτησης, που γέννησαν το «μακεδονικό ζήτημα». Αντί να εξηγήσουν στον ελληνικό λαό ότι τα διάχυτα συναισθήματα αυτά ήταν υπερβολικά και τελικά εσφαλμένα, και τα δύο υποδαύλισαν τη λαϊκή αγανάκτηση για μικροκομματικά οφέλη και τώρα ευθύνονται για την επιτυχία του ΛΑΟΣ. Το μακεδονικό θέμα όμως είναι πλέον ανύπαρκτο, και το εθνικό μας συμφέρον απαιτεί επιτέλους να πούμε ότι είναι ανύπαρκτο.

* Το όνομα «Μακεδονία»

Στην αρχή το θέμα ήταν σύνθετο: αφορούσε τον αλυτρωτισμό των εθνικιστικών κινημάτων της πΓΔΜ, τις απειλές κατά της Ελλάδας (σοβαρές ή όχι, δεν ενδιαφέρει), καθώς και τη χρήση ελληνικών εθνικών συμβόλων. Κατόπιν της ενδιάμεσης συμφωνίας του 1995, όλα τα άλλα ζητήματα διευθετήθηκαν, αφού η πΓΔΜ άλλαξε τη σημαία της και το Σύνταγμά της. Το μόνο ζήτημα που μας χωρίζει σήμερα είναι το όνομα.

Γιατί αντιδρά η Ελλάδα στον αυτοπροσδιορισμό της πΓΔΜ ως «Δημοκρατίας της Μακεδονίας»; Ποιο εθνικό της συμφέρον βλάπτεται; Η επίσημη θέση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών σήμερα είναι ότι η ονομασία αυτή «σφετερίζεται την πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας». Η θέση αυτή όμως είναι πολύ δύσκολο να θεμελιωθεί.

Η πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας είναι τα σημαντικότερα κείμενα της ελληνικής γλώσσας, τα μνημεία, τα κτίρια, τα αγάλματα, οι εκκλησίες και τα άλλα έργα τέχνης που δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα, στο Βυζάντιο και στη μεταβυζαντινή και σύγχρονη εποχή. Ποιος τα έχει κληρονομήσει και σε ποιον ανήκουν; Σε κανέναν δεν ανήκουν ως ιδιοκτησία - με την έννοια ότι μπορεί να τα πουλήσει ή να τα καταστρέψει. Ανήκουν σε όσους τα διαβάζουν ή τα ακούν, τα επισκέπτονται ή τα θαυμάζουν. Ανήκουν ίσως κυρίως στους μελετητές τους, οι οποίοι φροντίζουν να μας εξηγούν τι σημαίνουν. Ολοι οι φερόμενοι ως συνιδιοκτήτες οφείλουν να τα σέβονται το ίδιο.

Ανήκουν και στους σημερινούς Ελληνες, ως πολιτιστική κοινότητα, αφού αποτελούν αληθινό τμήμα της Ιστορίας τους. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι ανήκουν αποκλειστικά στην Ελλάδα ως κράτος. Ο ελληνικός πολιτισμός ανήκει και στους Κυπρίους και στους Ελληνες του εξωτερικού, αλλά και σε όσους αγαπούν και καλλιεργούν τα ελληνικά γράμματα και τη δημοκρατία, οπουδήποτε και αν βρίσκονται. Ανήκουν επίσης και στις χώρες όπου βρίσκονται σήμερα τα ερείπια της αρχαίας Εφέσου ή των αρχαίων Συρακουσών. Οι κληρονόμοι είναι τόσο πολλοί και τα δικαιώματά τους τόσο αποσπασματικά ώστε ο όρος χάνει το νόημά του.

Μπορεί κανείς να αφαιρέσει την κληρονομιά αυτή με το να κλέψει αγάλματα, εικόνες, χειρόγραφα. Αλλά η πΓΔΜ δεν κλέβει οτιδήποτε τέτοιο. Γι' αυτό και το υπουργείο χρησιμοποιεί την έκφραση «σφετερίζεται», δηλαδή ιδιοποιείται έναν ρόλο, ιδιότητα ή αξίωμα. Τέτοιος ρόλος, ιδιότητα ή αξίωμα όμως δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει, όπως είδαμε, ένας αποκλειστικός κληρονόμος της ελληνικής κληρονομιάς. Γι' αυτό το επιχείρημα του υπουργείου είναι άστοχο.

Το όνομα δεν σημαίνει βέβαια μόνο Γεωγραφία. Σημαίνει και Ιστορία. Σίγουρα μας ενόχλησε όλους η έφεση ορισμένων σκοπιανών εθνικιστών να καλλιεργούν τον μύθο ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες ήταν Σλάβοι και όχι Ελληνες. Και όμως οι εξωφρενικές αυτές απόψεις (που όλοι θα θέλαμε να μην υπήρχαν) δεν προσβάλλουν την Ελλάδα ούτε απειλούν την ελληνική πολιτιστική κληρονομιά. Εάν είναι εσφαλμένες, τότε προσβάλλουν μόνον αυτούς που τις διατυπώνουν. Το θέμα αυτό είναι θέμα των ιστορικών και των αρχαιολόγων. Το πώς θέλουν οι Σκοπιανοί να αναφέρονται στην Ιστορία τους, δηλαδή με ψέματα και προπαγάνδα, δεν είναι κάτι που αφορά την ελληνική πολιτιστική κληρονομιά. Η κληρονομιά μας είναι ζήτημα της ιστορικής αλήθειας. Δεν απειλείται από αναξιόπιστους ισχυρισμούς. Ο σεβασμός της αλήθειας σπάνια είναι θέμα εξωτερικής πολιτικής. Είναι κυρίως θέμα παιδείας.

* Το ελληνικό βέτο

Η ελληνική εξωτερική πολιτική θα πρέπει συνεπώς να πάψει να ασχολείται με τέτοια ζητήματα. Το αν έχουμε εμείς ή οι Σκοπιανοί περισσότερη σχέση με τον Μέγα Αλέξανδρο είναι θέμα των ιστορικών. Ας πιστεύει καθένας μας ό,τι θέλει.

Το εθνικό συμφέρον είναι αλλού. Η ελληνική κοινή γνώμη μάλλον έχει ξεχάσει ότι μέχρι το 2001 η πΓΔΜ απειλείτο από εμφύλιο πόλεμο μεταξύ της αλβανικής μειοψηφίας και της σλαβικής πλειοψηφίας. Η Συμφωνία της Οχρίδας που σταμάτησε τις βίαιες συγκρούσεις βασίστηκε στην προοπτική ότι η αλβανική μειονότητα θα προστατευτεί μέσω της ένταξης της χώρας στους ευρατλαντικούς θεσμούς. Κομμάτι της πορείας αυτής είναι ασφαλώς η ένταξή της στο ΝΑΤΟ και η σταδιακή έναρξη της ενταξιακής διαδικασίας στην ΕΕ. Πώς στηρίζει η Ελλάδα τη συμφωνία αυτή;

Η απάντηση είναι ότι δεν τη στηρίζει. Η πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης είναι εγκλωβισμένη στην πολιτική των κυβερνήσεων Μητσοτάκη και Παπανδρέου της περιόδου 1990-1995· μια πολιτική που χαϊδεύει το εύκολο πάθος και τον εθνικισμό μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης αλλά αγνοεί το εθνικό συμφέρον.

Η επίσημη πολιτική μας, παρά τις παλινδρομήσεις του Πρωθυπουργού κατά την προεκλογική περίοδο, είναι ότι απειλούμε σήμερα με άσκηση βέτο την ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και τη συνέχιση της πορείας της στην ΕΕ. Η κυβέρνηση σήμερα φαίνεται ότι θεωρεί πως το όνομα της πΓΔΜ είναι κάτι πιο σημαντικό από τη σταθερότητα και την ειρήνη της περιοχής μας. Οτι ο κίνδυνος εμφυλίου πολέμου δύο ώρες από τη Θεσσαλονίκη είναι κάτι ήσσονος σημασίας.

Το δικό μας όνομα

Είναι εντυπωσιακό πώς η πολιτική μας για τα Σκόπια συμβαδίζει με μια ακατανόητη πολιτική στο θέμα του ονόματος της δικής μας χώρας. Οταν η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας μάς αφαίρεσε τα διαβατήριά μας τον περασμένο Ιανουάριο, μας τα αντικατέστησε με νέα διαβατήρια τα οποία ενώ χρησιμοποιούν την αγγλική γλώσσα συνεχίζουν να αρνούνται να χρησιμοποιήσουν τον όρο «Greece», που σημαίνει ακριβώς Ελλάδα, αρχαία και σύγχρονη. Το όνομα της χώρας μας φέρεται μόνον ως Hellenic Republic, και πουθενά ως «Greece» (ή «Grèce» ή «Griechenland») όπως είναι διεθνώς γνωστό, με αποτέλεσμα να με ρωτούν σε διάφορα αεροδρόμια οι υπάλληλοι από ποια χώρα προέρχομαι.

Ομολογώ ότι αγνοώ τον λόγο της προτίμησης αυτής αλλά υποθέτω ότι έχει σχέση με τον εθνικιστικό θυμό κάποιων υπουργών ή υφυπουργών. Ο όρος «Greece» είναι σήμερα καθιερωμένος στην αγγλική γλώσσα ως το όνομα της χώρας μας, του έθνους μας και του πολιτισμού μας. Μετά την Επανάσταση, η Συνθήκη του Λονδίνου το 1832 αναγνώρισε το νέο ελληνικό κράτος ως «Greece». Οταν τα παιδιά στα αγγλικά σχολεία διδάσκονται σήμερα αρχαία ελληνικά, το μάθημα αυτό ονομάζεται απλά «Greek language».

To όνομα της χώρας μας είναι όμορφο και πολύτιμο. Είναι ειρωνικό το ότι στο όνομα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς η κυβέρνηση επενδύει τόσο κόπο στο όνομα μιας άλλης χώρας, ενώ είναι τόσο σπάταλη με το δικό μας.

Ο κ. Παύλος Ελευθεριάδης διδάσκει στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.



Το ΒΗΜΑ, 07/10/2007 , Σελ.: B59
Κωδικός άρθρου: B15184B591
ID: 289778