Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2007

Η εξέγερση που συγκλόνισε τους φτωχούς του πλανήτη




Δύο ήταν οι μεγάλες επαναστάσεις στην παγκόσμια ιστορία : Η Γαλλική Επανάσταση του 1789 και η Οκτωβριανή Επανάσταση που έλαβε χώρα από τις 24 Φεβρουαρίου 1917 ώς τις 31 Οκτωβρίου του 1920. Τα γεγονότα αυτά δεν αποτέλεσαν σταθμούς μόνο για τα κράτη στα οποία έλαβαν χώρα, αλλά επηρέασαν βαθύτατα ολόκληρο τον κόσμο, γιατί δεν ήταν μόνο αλλαγές στην εξουσία και τη διακυβέρνηση, αλλά επαναστάσεις ιδεών.

Η Οκτωβριανή Επανάσταση πήρε το όνομά της από την κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων στις 24 Οκτωβρίου του 1917 από τους μπολσεβίκους, τα οποία χρησιμοποιούσε ως έδρα η προσωρινή ρωσική κυβέρνηση. Τα αίτια του αναβρασμού και της βαθιάς ρήξης των κοινωνικών ομάδων με την κατεστημένη εξουσία πρέπει όμως να αναζητηθούν πολύ πιο παλιά, την εποχή που ο Μαρξ και ο Ένγκελς συνέγραψαν τα έργα τους, αλλά και στον Ντοστογιέφσκι που το 1880 έγραφε στο «Ημερολόγιο ενός συγγραφέα»:

«Δεν μπορεί πια ένα μέρος από την ανθρωπότητα να κρατάει σκλαβωμένη όλη την υπόλοιπη... Η αφύσικη αυτή κατάσταση πραγμάτων και τα άλυτα αυτά πολιτικά προβλήματα δεν είναι δυνατόν παρά να οδηγήσουν σ’ έναν τεράστιο, τελειωτικό πόλεμο με τη συμμετοχή όλων, που θα ξεσπάσει σε τούτον τον αιώνα».

Όπως παρατηρούσε ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο», η βιομηχανική επανάσταση άλλαξε διά παντός τις σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, δημιουργώντας νέες τάξεις και σχέσεις μεταξύ τους. Από τη μία υπήρχαν οι κεφαλαιούχοι, που είχαν τον έλεγχο των μέσων παραγωγής, και από την άλλη οι εργάτες, οι οποίοι στερούνταν ιδιοκτησίας αυτών των μέσων παρόλο που συμμετείχαν σε αυτή. Η προλεταριοποίηση των εργατών επέφερε συσσωρευμένες πιέσεις, οι οποίες αναζητούσαν διέξοδο. Χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μαρξ στο έργο του «Σχετικά με την κριτική της πολιτικής οικονομίας»:

«Οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξής τους, σε αντίθεση με τις υφιστάμενες παραγωγικές σχέσεις ή με τις σχέσεις ιδιοκτησίας, που στα πλαίσιά τους αναπτύσσονταν ώς τότε. Οι σχέσεις αυτές, από μορφές των παραγωγικών δυνάμεων, γίνονται τα δεσμά τους. Τότε σημαίνει η ώρα της κοινωνικής επανάστασης».

Οι ιδέες της Γαλλικής Eπανάστασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου σε συνδυασμό με τις απόψεις του Μαρξ και του Ένγκελς ήταν οι πλέον κατάλληλες για να αποτελέσουν τη βάση της ιδεολογίας της εργατικής τάξης στην πάλη της αυτή. Το επιστέγασμα όμως ήταν ο Λένιν, ο οποίος συνέλαβε το «Στρατιωτικό πρόγραμμα της προλεταριακής επανάστασης», ένα κείμενο που ανέλυε τον τρόπο με τον οποίο η εργατική τάξη θα αγωνιζόταν για τους σκοπούς της. Ο Λένιν είχε ιδρύσει από το 1895 στην Πετρούπολη την «Ένωση του αγώνα για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης» και το 1898 στο Μινσκ, το «Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα». Στο εσωτερικό του κόμματος αυτού αναπτύχθηκαν δύο ομάδες, οι μπολσεβίκοι και οι μενσεβίκοι. Οι πρώτοι μετεξελίχθηκαν αργότερα σε αυτόνομη οντότητα και κυριάρχησαν στο επαναστατικό κίνημα.

Επίσης, οι επαναστατικές τάσεις στο εσωτερικό της Ρωσίας είχαν διάφορες αποχρώσεις σε εκείνα τα πρώιμα στάδια. Ο Τρότσκι είχε ιδρύσει τη «Νοτιορωσική Εργατική Ένωση» το 1897 και το 1904 συγγράφει μια δριμεία κριτική κατά του Λένιν στο βιβλίο «Τα πολιτικά μας καθήκοντα», δείγμα των διαφορετικών απόψεων που υπήρχαν ανάμεσα στη μετέπειτα ηγεσία.

Καταλύτης για την επίσπευση των γεγονότων αποτέλεσε η ήττα της Ρωσίας στον ρωσοϊαπωνικό πόλεμο του 1904. Οι επαναστατικές δυνάμεις άντλησαν περισσότερη υποστήριξη από την απογοήτευση του λαού για την εξουσία όταν σε διαδήλωση που έγινε σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν 5.000 άτομα. Ακολουθεί η ανταρσία του πληρώματος του πασίγνωστου θωρηκτού «Ποτέμκιν» και γενικευμένες απεργίες που ανάγκασαν τον τσάρο να παραχωρήσει με βαριά καρδιά κάποια δικαιώματα και να προβεί στη σύσταση κυβέρνησης και εθνοσυνέλευσης.

Αυτή η κοινωνική αντίδραση ήταν ουσιαστικά μια πρόβα για ό,τι θα ακολουθούσε. Η επαναστατική δράση συνεχίστηκε με πρωτοστάτες τον Λένιν και τον Τρότσκι, ο οποίος εξορίζεται, αλλά κατορθώνει να επιστρέψει στην Πετρούπολη και από εκεί στο Λονδίνο, όπου διοργανώνει την Πέμπτη Σύνοδο του Κόμματος (στην οποία συμμετείχε και ο Στάλιν).

Όλες αυτές οι επαναστατικές ιδέες έβρισκαν ισχυρότερα ερείσματα σε εκείνες τις χώρες όπου η μοναρχική διακυβέρνηση ήταν περισσότερο αυταρχική. Στις αρχές του 1910 αυτή η χώρα ήταν η Ρωσία, όπου ο τσάρος αντιμετωπίζοντας σημαντικά προβλήματα προσπαθούσε να διαφυλάξει την κυριαρχία του με ολοένα και μεγαλύτερη αυταρχικότητα.

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έδωσε τη χαριστική βολή στις μοναρχίες της Ευρώπης. Η τσαρική Ρωσία δεν αποτέλεσε εξαίρεση, καθώς μετά την ήττα του 1904, οι εξελίξεις στο ανατολικό μέτωπο δημιούργησαν μια πολύ δυσμενή κατάσταση για τον θρόνο. Λόγω των συνεχών ηττών και της πείνας πολλοί στρατιώτες λιποτακτούσαν, ενώ παρόμοιες ελλείψεις μάστιζαν και τις πόλεις. Στις 15 Μαρτίου 1917 ο Τσάρος Νικόλαος ο Β’ αναγκάζεται να υποβάλει την παραίτησή του και δημιουργείται κυβέρνηση φιλοαστική με την υποστήριξη των μεγαλοαστών και των γαιοκτημόνων.

Οι μενσεβίκοι και οι μπολσεβίκοι δεν στηρίζουν αυτή την ύστατη προσπάθεια διάσωσης της παλαιάς τάξης και ο Λένιν που βρίσκεται στη Μόσχα απαιτεί να δοθεί «όλη η εξουσία στα σοβιέτ». Ακολουθούν εσωτερικές διεργασίες στους κόλπους των επαναστατών και απεργίες που καταστέλλονται από τις δυνάμεις ασφαλείας που ήταν πιστές στην προσωρινή κυβέρνηση. Έτσι λήγει η λεγόμενη Φεβρουαριανή Επανάσταση.

Τον Ιούλιο του ίδιου έτους ο στρατηγός των κοζάκων Κορνίλωφ επιχειρεί πραξικόπημα, αλλά αποτυγχάνει λόγω της έλλειψης υποστήριξης από τους εργάτες και τους ίδιους τους στρατιώτες. Ο Τρότσκι αποφυλακίζεται και μετατρέπει την Κόκκινη Φρουρά σε κανονική στρατιωτική δύναμη. Είναι πλέον η πιο δημοφιλής μορφή της Επανάστασης.

Στο μεταξύ, οι γερμανικές δυνάμεις προέλαυναν ολοένα και πιο κοντά στην πρωτεύουσα Πετρούπολη δημιουργώντας έτσι μια χαοτική κατάσταση στην πόλη, στην οποία βρίσκεται και ο Λένιν του οποίου η πρόταση για ένοπλο αγώνα γίνεται δεκτή με ψήφους 10-2 στις 1ο Οκτωβρίου. Η κυβέρνηση προσπαθεί να τους ακινητοποιήσει στέλνοντας θωρακισμένα αυτοκίνητα στα γραφεία της εφημερίδας «Ραμπότσι Πουτ». Η προσπάθεια αποτυγχάνει και η εφημερίδα κυκλοφορεί με τίτλο την ανατροπή της κυβέρνησης.

Ο Τρότσκι έχοντας κερδίσει την υποστήριξη της φρουράς της πόλης, θέτει σε εφαρμογή το σχέδιό του, δηλαδή ένα πραξικόπημα εκτελεσμένο προσεκτικά σε τακτικό και επικοινωνιακό επίπεδο. Οι στρατιωτικές δυνάμεις καταλαμβάνουν άμεσα κάθε δημόσιο κτίριο, την Κεντρική Τράπεζα και τις γέφυρες της πόλης. Αυτό προκαλεί την ουσιαστική διάλυση της προσωρινής κυβέρνησης και τον περιορισμό της στα χειμερινά ανάκτορα.

Ο Λένιν δυσκολεύτηκε να πιστέψει την ευκολία με την οποία επιβλήθηκαν οι επαναστάτες και πείστηκε μόνο όταν άκουσε τις πληροφορίες που κατέφθαναν από τις ομάδες κρούσης. Στη συνέχεια, με συμμετοχή και του ναυτικού κατελήφθησαν και τα χειμερινά ανάκτορα.

Ταυτόχρονα, έφτασαν ειδήσεις ότι η Μόσχα και άλλες πόλεις υποστήριζαν τη νίκη των επαναστατών. Ο Λένιν έγινε πρόεδρος της νέας κυβέρνησης των Επιτρόπων του Λαού και στις 7 Νοεμβρίου λαμβάνει χώρα το Β’ Παρρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ στο Ινστιτούτο Σμόλνι. Ο Τζον Ριντ στο βιβλίο «Δέκα ημέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο» μας εξηγεί πώς ήταν η πλειονότητα των συμμετεχόντων: «Μεγάλες μάζες απεριποίητων στρατιωτών, αγριεμένων εργατών, αγροτών, φτωχών ανθρώπων γερασμένων και βαθιά χαραγμένων από την άγρια μάχη της καθημερινής επιβίωσης».

Το Συνέδριο αποφασίζει βαθιές τομές για τη ρωσική κοινωνία: εθνικοποίηση της ιδιοκτησίας, διανομή της γης και έλεγχος της παραγωγής από τους εργάτες. Χαρακτηριστικά, στο επίσημο κείμενο αναφερόταν:

«Η σοβιετική εξουσία θα προτείνει άμεση δημοκρατική ειρήνη σε όλα τα έθνη και άμεση εκεχειρία σε όλα τα μέτωπα. Θα εγγυηθεί την ελεύθερη μεταβίβαση της γης των γαιοκτημόνων, της βασιλικής περιουσίας και των μοναστηριών στις Επιτροπές Γης, θα εγγυηθεί τα δικαιώματα των στρατιωτών επιβάλλοντας πλήρη εκδημοκρατισμό του στρατού, θα εγκαθιδρύσει εργατικό έλεγχο στην παραγωγή, θα πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την παροχή ψωμιού στις πόλεις και ειδών πρώτης ανάγκης στα χωριά και θα εγγυηθεί επίσης το δικαίωμα όλων των εθνοτήτων που ζουν στη Ρωσία για αυτοδιάθεση».

Στη συνέχεια, η νεοσυσταθείσα κυβέρνηση συνασπισμού (όπου την πλειοψηφία είχαν οι σοσιαλεπαναστάτες) συνάπτει ανακωχή με τη Γερμανία. Τον Φεβρουάριο ο Τρότσκι ιδρύει τον Κόκκινο Στρατό και τον Μάρτιο η πρωτεύουσα μεταφέρεται στη Μόσχα για λόγους ασφαλείας. Εν τω μεταξύ, εκείνους τους μήνες έχουμε την ανεξαρτητοποίηση πολλών κρατών, όπως η Λευκορωσία, η Αρμενία και η Γεωργία. Όμως τα προβλήματα δεν σταματούν ακόμα καθώς μερικούς μήνες μετά την ανατροπή της κυβέρνησης έρχεται μια σειρά εξωτερικών παρεμβάσεων.

Οι δυτικές δυνάμεις βλέπουν τις διεθνείς συνθήκες που είχε υπογράψει το προηγούμενο καθεστώς να απειλούνται και αντιδρούν στις εξελίξεις αυτές με ποικίλους τρόπους: ιαπωνικές δυνάμεις έχουν αποβιβαστεί στα ανατολικά ενώ αγγλογαλλικές δυνάμεις αποβιβάζονται στον Αρχάγγελο και το Μούρμανσκ. Παράλληλα ενισχύουν διάφορους στρατιωτικούς του παλαιού καθεστώτος με όπλα και εφόδια για να χτυπήσουν την Επανάσταση από πολλές πλευρές.

Σαν αντίδραση, οι μπολσεβίκοι δολοφονούν τον τσάρο και ο Τρότσκι προσπαθεί να αναδιοργανώσει το στράτευμα. Είναι όμως δύσκολο εξαιτίας της προπαγάνδας των μπολσεβίκων που επί σειρά ετών έστελναν αντιμιλιταριστικά μηνύματα στην προσπάθειά τους να διαλύσουν τον στρατό του τσάρου.

Έτσι, λοιπόν, η Επανάσταση φτάνει σε ένα κρίσιμο σημείο, διότι η επιτυχής εισβολή ξένων δυνάμεων θα μπορούσε να χρεωθεί από τους οπαδούς του παλαιού καθεστώτος ως αποτέλεσμα των πράξεων του νέου καθεστώτος με συνέπεια αναζωπύρωση της διαμάχης μεταξύ τους. Όμως για άλλη μια φορά οι ηγέτες της Επανάστασης στέκονται στο ύψος των περιστάσεων. Ο Τρότσκι ταξιδεύει παντού με το «θωρακισμένο τρένο» του οργανώνοντας και εμψυχώνοντας τα στρατεύματα στις κρίσιμες μάχες. Ο Λένιν χαιρετά την κρίσιμη νίκη στο Καζάν ως εξής:

«Ας είναι για εμάς το σύμβολο ότι θα συντρίβουμε κάθε αντίσταση των εκμεταλλευτών και θα διασφαλίζουμε τη νίκη του παγκόσμιου σοσιαλισμού». Ακολουθεί η διάσωση της Πετρούπολης από επίθεση δυνάμεων υπό τον «λευκό» στρατηγό Γιούντενιτς και η απώθηση παρόμοιων προσπαθειών στη Νότια Ρωσία. Σε αυτές τις επιχειρήσεις εντάσσεται και η αποτυχημένη εκστρατεία της Κριμαίας, στην οποία συμμετείχαν και ελληνικές δυνάμεις.

Στις εξελίξεις υπάρχει και μια διφορούμενη μορφή που τα επόμενα χρόνια θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη μετεξέλιξη της Οκτωβριανής Επανάστασης. Πρόκειται για τον Ιωσήφ Στάλιν, τότε μέλος του υπουργικού συμβουλίου (Επίτροποι του Λαού) ο οποίος στις μάχες ενάντια στους πολωνούς διέταξε αυτοβούλως τις δυνάμεις του να επιτεθούν σε μια προσπάθεια να καρπωθεί την επιτυχία ο ίδιος, με αποτέλεσμα τη δημιουργία κενού που εκμεταλλεύτηκαν οι πολωνοί για να διεισδύσουν και να νικήσουν τον σοβιετικό στρατό. Τελικά υπογράφτηκε συνθήκη ειρήνης μεταξύ των δύο εξαντλημένων αντιπάλων, με τον Στάλιν να δέχεται επικρίσεις αλλά να μην τιμωρείται.

Έτσι, τον Οκτώβριο του 1920 πλέον, με το πέρας του εμφυλίου πολέμου και των εξωτερικών παρεμβάσεων ολοκληρώνεται η πρώτη επαναστατική περίοδος, με τους θριαμβευτές της να επιδίδονται στο εξής στην ανοικοδόμηση και την αναδιοργάνωση της χώρας, με ένα πολιτικό «πείραμα» που θα εφαρμοζόταν στην πράξη για πρώτη φορά. Όσον αφορά το μέλλον, ο ίδιος ο Τρότσκι μας παρουσιάζει εύγλωττα τις προβλέψεις του στην «Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης»:

«Βασιζόμαστε στην ελπίδα ότι η δική μας επανάσταση θα γίνει ο προπομπός της ευρωπαϊκής επανάστασης. Αν οι ευρωπαϊκές μάζες δεν συντρίψουν τον ιμπεριαλισμό, τότε η επανάστασή μας θα μπει σε θανάσιμο κίνδυνο. Είτε η ρώσικη επανάσταση θ’ ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου της ευρωπαϊκής επανάστασης, είτε ο ιμπεριαλισμός θα συντρίψει τη δικιά μας επανάσταση».

Οι επαναστατικές ιδέες βρήκαν υποστηρικτές και πρόσφορο έδαφος στα εδάφη που εκμεταλλεύονταν οι αποικιοκρατικές δυνάμεις. Η κατάσταση εκεί ήταν παρόμοια με αυτή της τσαρικής Ρωσίας: αντί για κεφαλαιούχοι και προλετάριοι υπήρχαν αποικιοκράτες και εκμεταλλευόμενοι ντόπιοι πληθυσμοί. Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα κομμουνιστικά κινήματα κατέλαβαν την εξουσία σε πληθώρα τέτοιων κρατών, ακόμα και στην Κίνα, καθιστώντας τη Σοβιετική Ένωση υπερδύναμη.

Όμως, ενώ κυριάρχησαν σε περιφερειακό επίπεδο, απέτυχαν να νικήσουν στην Ευρώπη, εκεί που η επικράτησή τους θα σήμαινε την ολοκληρωτική νίκη επί του καπιταλισμού. Το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς αυτό που προέβλεψε ο Τρότσκι, ότι δηλαδή η αντίδραση του καπιταλισμού (σε συνδυασμό με πολλούς άλλους ενδογενείς παράγοντες) κατέπνιξε τις επαναστάσεις και επικράτησε, έστω και προσωρινά.

Γιατί, όπως διδάσκει ο Μαρξ, ο καπιταλισμός έχει τους δικούς του αυτοκαταστροφικούς παράγοντες και, από την άλλη, η επανάσταση επαναλαμβάνεται όσο υπάρχουν οι αιτίες που οδηγούν σε αυτή.

(Ποντίκι, 15.11.2007)