Πέμπτη 10 Ιουλίου 2008

Στις φάμπρικες της Γερμανίας

Τα ρεπορτάζ που έχει κάνει τις τελευταίες δεκαετίες, υποδυόμενος ρόλους, συγκλόνισαν τη Γερμανία και δημιούργησαν ολόκληρη σχολή της ερευνητικής δημοσιογραφίας. Αυτή τη φορά, δύο δεκαετίες και βάλε μετά το βιβλίο όπου περιέγραφε τις συνθήκες εργασίας των ξένων μεταναστών, ο Γκίντερ Βάλραφ ξαναφόρεσε την ποδιά του ανειδίκευτου εργάτη, για να δείξει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζονται στην αναπτυγμένη Γερμανία αυτοί που παράγουν τα φτηνά προϊόντα της αλυσίδας σούπερ μάρκετ Lidl.

Το ρεπορτάζ που δημοσίευσε το τελευταίο τεύχος του περιοδικού της εφημερίδας «Die Zeit» κράτησε ένα μήνα στο εργοστάσιο μιας εταιρίας που αποτελεί αποκλειστικό προμηθευτή των Lidl με φραντζολάκια. Η εταιρία Βαϊντσχάιμερ, σε μια κωμόπολη στη Ρηνανία-Παλατινάτο, δουλεύει επί 24 ώρες το 24ωρο, συσκευάζοντας σε σακουλάκια 10 μικρά ψωμάκια, που μπορούν να αγοράσουν οι πελάτες του σούπερ μάρκετ για ένα ευρώ και 5 λεπτά.

Ο Βάλραφ, που έχει πια πατήσει τα 65, χρειάστηκε να επιστρατεύσει την τέχνη του στη μεταμφίεση, φορώντας μαύρη περούκα και αφήνοντας μουστάκι, με στόχο να πείσει τους εργοδότες του ότι είναι 50άρης. Χρησιμοποίησε και όλα τα τρικ που ήξερε από το παρελθόν για να «πάρει τη δουλειά». Μια δουλειά που αμείβεται με 7,66 ευρώ την ώρα μικτά, κάτω δηλαδή από το επίσημο κατώτατο ωρομίσθιο της Γερμανίας, που είναι 9,61 ευρώ. Υπερωρίες δεν υπάρχουν, Σαββατοκύριακα ή αργίες δεν πληρώνονται έξτρα, όποιος αρρωστήσει δεν πληρώνεται. Συνήθως μάλιστα χάνει τη «βάρδια» για πάντα.

Ο δημοσιογράφος περιγράφει τις εμπειρίες του, όταν οι στραβωμένες από τη χρήση λαμαρίνες κολλούν πάνω στους ιμάντες και οι εργάτες προσπαθούν να πιάσουν αυτές και τα ψωμάκια που ίπτανται στον αέρα, καίγοντας τα χέρια τους. Μιλάει για την τρομοκρατία της εργοδοσίας, που απολύει όποιον τολμά να αναφερθεί σε συνδικαλιστικά δικαιώματα.

«Την πρώτη ημέρα η υπεύθυνη μου έδωσε ένα παντελόνι εργασίας και ένα κοντομάνικο μπλουζάκι. Τη ρώτησα πώς δεν θα παγώνω το χειμώνα. “Αν κρυώνετε, θα πρέπει να δουλεύετε πιο γρήγορα”, ήταν η απάντησή της». Ο δημοσιογράφος περιγράφει πως η πίεση για φτηνά προϊόντα μεταφέρεται από τα σούπερ μάρκετ στους προμηθευτές, καθιστώντας ουσιαστικά «υποχρεωτική» την κακοπληρωμένη εργασία κάτω από απάνθρωπες συνθήκες. Οταν ρώτησε έναν υπεύθυνο γιατί δεν αγοράζουν καινούργιες λαμαρίνες, αυτός του απάντησε αφοπλιστικά: «Εσείς είστε φθηνότεροι».
Μιλάει για το πώς υποχρεώθηκε με το ίδιο κοντομάνικο μπλουζάκι να πετάει τα χαλασμένα ψωμάκια στους κάδους που υπήρχαν έξω από το εργοστάσιο. Ή για το πώς, χωρίς προστασία, έσκιζε σε ένα στενό δωμάτιο τα ελαττωματικά σακουλάκια, που περιείχαν διοξείδιο του άνθρακα φτάνοντας σε σημείο λιποθυμίας.

«Αντεξα ένα μήνα στην κόλαση με τα φραντζολάκια. Εχασα πέντε κιλά. Τις επόμενες ημέρες αισθανόμουν μόνο χαρά που είχα τελειώσει με αυτήν την ιστορία. Μετά άρχισα να αισθάνομαι τύψεις απέναντι στους συναδέλφους που είχα αφήσει πίσω μου. Στα μάτια μου έχω διαρκώς την εικόνα του νεοφερμένου εργάτη που μπαίνει μέσα στο εργοστάσιο. Μόνος, απελπισμένος, ουρλιάζει μόλις κάψει τα χέρια του. Δεν έχει ιδέα τι να κάνει, κανείς δεν θα τον βοηθήσει, ούτε οι συνάδελφοί του».

Ο έλεγχος του 70% της ευρωπαϊκής αγοράς από πέντε μεγάλες αλυσίδες ενισχύει τέτοια φαινόμενα, επισημαίνει ο Βάλραφ. Μοναδική λύση, κατά τη γνώμη του, είναι να κατανοήσουν οι καταναλωτές τη δύναμή τους και να τη χρησιμοποιήσουν, γυρνώντας την πλάτη σε εκείνους που παράγουν κάτω από τέτοιες συνθήκες. Το ερώτημα είναι βέβαια πώς μπορούν να το μάθουν οι καταναλωτές... Δεν υπάρχουν και τόσοι πολλοί Βάλραφ στη σύγχρονη δημοσιογραφία.

ΑΡΓΥΡΟΣ ΚΩΣΤΑΣ
Ελεύθερος Τύπος

1 σχόλιο:

Αόρατη Μελάνη είπε...

Αργείς να ποστάρεις, αλλά όταν το κάνεις, το κάνεις για τα καλά!

Ίσως βρεις ενδιαφέρουσα αυτήν εδώ την ανάρτηση:
http://antidrasiandsex.blogspot.com/2008/07/jumbo_06.html

Καλά τα λέει ο Βάλραφ. Εγώ πάλι όλο το λέω, αλλά λίγο το εφαρμόζω... κάθε τόσο κάτι ψωνίζω και από το Ικέα, και από το Πράκτικερ, και από τα Τζάμπο... αναρωτιέμαι αν μπορεί κανείς να ξεφύγει πραγματικά. Πιστεύω ότι μόνο αν αποφασίσουμε να αλλάξουμε βιοτικό επίπεδο μπορούμε να αντισταθούμε ουσιαστικά στην υπερκατανάλωση. Όσο επιμένουμε να θέλουμε φτηνά αυτοκίνητα, φτηνά βίντεο, φτηνά ρούχα, φτηνό ίντερνετ και δε συμμαζεύεται, θα συνεχίσουμε να τροφοδοτούμε της βιομηχανία της φτηνής εργασίας. Δεν γίνεται να απαρνιόμαστε την κατανάλωση από τη μία και να θέλουμε ένα σωρό καταναλωτικά αγαθά από την άλλη.